Εχθές όπως γυρνούσα σπίτι, πάτησα πάνω σε κάτι περιττώματα σκύλου και αυτό με έβαλε σε σκέψεις.
Ενώ κάποιος άλλος θα προσπερνούσε ενοχλημένος ένα τέτοιο συμβάν, εγώ ένιωθα πως μου είχε συμβεί κάτι πολύ σημαντικό, ένα γεγονός κοσμοϊστορικής αξίας, καθώς μου άνοιξε τα μάτια για το νεφελώδη τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το σύμπαν.
Γιατί να συμβεί σε μένα αυτό; Είναι σίγουρο πως πέρασαν και άλλοι άνθρωποι απ' το ίδιο σημείο, αλλά γιατί να είμαι εγώ αυτός που τα πάτησε; Θα μου πείτε, οι άλλοι δε περπατούν στο δρόμο χορεύοντας και τραγουδώντας το «Μάμπο» της Παπαρίζου χωρίς να προσέχουν που πατάνε, αλλά και πάλι, γιατί τραγουδούσα Παπαρίζου ενώ όλοι ξέρουν πως στο δρόμο τραγουδώ μόνο Τσιτσάνη;
Το μυαλό μου είχε απορροφηθεί σε τέτοια θεμελιώδη ερωτήματα και σκεπτόμενος ακατάπαυστα τη σχέση αιτίου αιτιατού που πιθανώς συνέδεε τη Παπαρίζου με το σκυλοκούραδο, έτρεξα γρήγορα σπίτι να καταγράψω τις σκέψεις μου.
«Ίουχ!! Τι μυρίζει έτσι;» ρώτησε η μητέρα μου μόλις μπήκα.
«Η ημιμάθειά σου» της απάντησα και περπάτησα προς το δωμάτιό μου πατώντας επίτηδες το καινούριο περσικό χαλί.
Στη γαλήνη και ησυχία του δωματίου μου κοίταξα προσεκτικά το παπούτσι μου και το πώς είχαν απλωθεί τα σκυλίσια υπολείμματα πάνω του. Δε μπορούσα παρά να είμαι σίγουρος πως η ίδια συμπαντική δύναμη που έστειλε στο Νεύτωνα το μήλο και έκανε τον κατά τ' άλλα σεμνότατο Αρχιμήδη (ή τον Αριστείδη;) να τρέχει γυμνός στους δρόμους φωνάζοντας «Εύρηκα! Εύρηκα!», προσπαθούσε να μου πει κάτι.
«Μίλα μου! Σ' ακούω» είπα στο παπούτσι μου και το κοίταξα ανυπόμονα.
Μετά από ώρες αυτοσυγκέντρωσης και απέλπιδες προσπάθειες να εναρμονίσω το εσωτερικό μου είναι με τις κοσμικές δυνάμεις, δεν είχα φτάσει πουθενά. Η αποκάλυψη που μου ήρθε εκείνη τη στιγμή είναι πώς δε πρέπει να πιέζουμε το σύμπαν να μας μιλήσει. Τα πράγματα γίνονται από μόνα τους και καμία δική μας επέμβαση δε μπορεί να προωθήσει τις εξελίξεις στον έξω κόσμο. Με κατέλαβε ένας πεσιμισμός και κουκουλώθηκα κάτω απ' τα σκεπάσματα του κρεβατιού μου απελπισμένος. Όταν το σύμπαν αποφάσιζε να μου μιλήσει, θα ήξερε πού να με βρει.
Το σύμπαν κράτησε κλειστά τα χαρτιά του για τρεις μέρες, δύο ώρες και σαρανταπέντε λεπτά. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, όπως προσπαθούσα να ξεφύγω απ' τα χέρια της μάνας μου που βιαίως επιχειρούσε να με ξεκουκουλώσει απ' τη θαλπωρή της κουβέρτας μου, έπεσα στο πάτωμα και είδα κάτι γυαλιστερό κάτω απ' το κρεβάτι μου. Μου κόπηκε η ανάσα. Άπλωσα το χέρι μου και το έπιασα.
Ήταν το ασημένιο γοβάκι της κούκλας που με συνόδευε τα πρώτα 17 χρόνια της ζωής μου σε κάθε μου βήμα. Νόμιζα πως είχε χαθεί για πάντα, αλλά να που το σύμπαν είχε κατασκευάσει αυτή την ανορθόδοξη αλληλουχία γεγονόταν, αυτή την ανέλπιστη αιτοκρατική αλυσίδα για να μας ξαναφέρει κοντά. Συγκινημένος την έπιασα με τα δύο μου χέρια και τη σήκωσα ψηλά στον αέρα όπως ο Μουφάσα σήκωνε το μικρό Σίμπα στο Lion King και τραγούδησα ένα παραδοσιακό αφρικανικό τραγούδι ενώ οι ακτίνες του ήλιου που έμπαιναν απ' τη μπαλκονόπορτα ζέσταιναν γλυκά εμένα και τη γόβα, υπενθυμίζοντάς μου πως το σύμπαν μας αγαπά.
Ενώ κάποιος άλλος θα προσπερνούσε ενοχλημένος ένα τέτοιο συμβάν, εγώ ένιωθα πως μου είχε συμβεί κάτι πολύ σημαντικό, ένα γεγονός κοσμοϊστορικής αξίας, καθώς μου άνοιξε τα μάτια για το νεφελώδη τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το σύμπαν.
Γιατί να συμβεί σε μένα αυτό; Είναι σίγουρο πως πέρασαν και άλλοι άνθρωποι απ' το ίδιο σημείο, αλλά γιατί να είμαι εγώ αυτός που τα πάτησε; Θα μου πείτε, οι άλλοι δε περπατούν στο δρόμο χορεύοντας και τραγουδώντας το «Μάμπο» της Παπαρίζου χωρίς να προσέχουν που πατάνε, αλλά και πάλι, γιατί τραγουδούσα Παπαρίζου ενώ όλοι ξέρουν πως στο δρόμο τραγουδώ μόνο Τσιτσάνη;
Το μυαλό μου είχε απορροφηθεί σε τέτοια θεμελιώδη ερωτήματα και σκεπτόμενος ακατάπαυστα τη σχέση αιτίου αιτιατού που πιθανώς συνέδεε τη Παπαρίζου με το σκυλοκούραδο, έτρεξα γρήγορα σπίτι να καταγράψω τις σκέψεις μου.
«Ίουχ!! Τι μυρίζει έτσι;» ρώτησε η μητέρα μου μόλις μπήκα.
«Η ημιμάθειά σου» της απάντησα και περπάτησα προς το δωμάτιό μου πατώντας επίτηδες το καινούριο περσικό χαλί.
Στη γαλήνη και ησυχία του δωματίου μου κοίταξα προσεκτικά το παπούτσι μου και το πώς είχαν απλωθεί τα σκυλίσια υπολείμματα πάνω του. Δε μπορούσα παρά να είμαι σίγουρος πως η ίδια συμπαντική δύναμη που έστειλε στο Νεύτωνα το μήλο και έκανε τον κατά τ' άλλα σεμνότατο Αρχιμήδη (ή τον Αριστείδη;) να τρέχει γυμνός στους δρόμους φωνάζοντας «Εύρηκα! Εύρηκα!», προσπαθούσε να μου πει κάτι.
«Μίλα μου! Σ' ακούω» είπα στο παπούτσι μου και το κοίταξα ανυπόμονα.
Μετά από ώρες αυτοσυγκέντρωσης και απέλπιδες προσπάθειες να εναρμονίσω το εσωτερικό μου είναι με τις κοσμικές δυνάμεις, δεν είχα φτάσει πουθενά. Η αποκάλυψη που μου ήρθε εκείνη τη στιγμή είναι πώς δε πρέπει να πιέζουμε το σύμπαν να μας μιλήσει. Τα πράγματα γίνονται από μόνα τους και καμία δική μας επέμβαση δε μπορεί να προωθήσει τις εξελίξεις στον έξω κόσμο. Με κατέλαβε ένας πεσιμισμός και κουκουλώθηκα κάτω απ' τα σκεπάσματα του κρεβατιού μου απελπισμένος. Όταν το σύμπαν αποφάσιζε να μου μιλήσει, θα ήξερε πού να με βρει.
Το σύμπαν κράτησε κλειστά τα χαρτιά του για τρεις μέρες, δύο ώρες και σαρανταπέντε λεπτά. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, όπως προσπαθούσα να ξεφύγω απ' τα χέρια της μάνας μου που βιαίως επιχειρούσε να με ξεκουκουλώσει απ' τη θαλπωρή της κουβέρτας μου, έπεσα στο πάτωμα και είδα κάτι γυαλιστερό κάτω απ' το κρεβάτι μου. Μου κόπηκε η ανάσα. Άπλωσα το χέρι μου και το έπιασα.
Ήταν το ασημένιο γοβάκι της κούκλας που με συνόδευε τα πρώτα 17 χρόνια της ζωής μου σε κάθε μου βήμα. Νόμιζα πως είχε χαθεί για πάντα, αλλά να που το σύμπαν είχε κατασκευάσει αυτή την ανορθόδοξη αλληλουχία γεγονόταν, αυτή την ανέλπιστη αιτοκρατική αλυσίδα για να μας ξαναφέρει κοντά. Συγκινημένος την έπιασα με τα δύο μου χέρια και τη σήκωσα ψηλά στον αέρα όπως ο Μουφάσα σήκωνε το μικρό Σίμπα στο Lion King και τραγούδησα ένα παραδοσιακό αφρικανικό τραγούδι ενώ οι ακτίνες του ήλιου που έμπαιναν απ' τη μπαλκονόπορτα ζέσταιναν γλυκά εμένα και τη γόβα, υπενθυμίζοντάς μου πως το σύμπαν μας αγαπά.
(Next Time: Είμαι Φάρσα!)
revqueer@yahoo.com