Hosted by Revqueer
Το ημερολόγιο
…κάποιες σκέψεις πρέπει να μένουν για πάντα κρυφές…
Ο μικρός Γιάννης έπαιζε στην μπροστινή αυλή του σπιτιού του. Η μητέρα του και η αδερφή του ήταν στην πίσω αυλή. Η αδερφή του ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερη, πριν από ένα μήνα είχε κλείσει τα εννέα. Γονατιστός και όπως σκάλιζε το χώμα, σηκώθηκε και έκανε ένα βήμα πίσω. Πάνω στο γρασίδι ακριβώς δίπλα από εκεί που σκάλιζε είδε μια αράχνη. Και αν φοβόταν κάτι περισσότερο απ’ όλα ήταν τις αράχνες… Τότε είδε και άλλη μία να βγαίνει μέσα από το χώμα…και άλλη…μέχρι που έγιναν εκατοντάδες και άρχισαν να κατευθύνονται προς τα πάνω του…
Ήταν μεγάλες και τριχωτές… Μια κραυγούλα βγήκε από το στόμα του… Τότε συνειδητοποίησε πως όλο το σώμα του είχε καλυφτεί από αυτές… Τα τσιμπήματα τους ήταν δυνατά… Το σώμα του γέμισε φουσκάλες… Έβαλε τις φωνές…όταν οι αράχνες γέμισαν και το πρόσωπο του και το στόμα του…Δεν μπορούσε να ανασάνει, δεν μπορούσε να φωνάξει…τώρα τις έβλεπε να κυκλοφορούν κάτω από το δέρμα του… τσιμπήματα…προσπαθούσε να τις διώξει από πάνω του, από μέσα του…άρχισε να ξύνεται, τόσο δυνατά που μάτωσε τα σημεία εκείνα…οι φουσκάλες έσκασαν…μέσα είχαν αβγά από τα οποία γεννήθηκαν νέες αράχνες… Σε λίγο έπεσε στο έδαφος νεκρός…Η μητέρα του που άκουσε τις φωνές του μικρού της γιου έτρεξε προς τα εκεί…οι δικές της κραυγές όμως ήταν που θα ξεσήκωναν όλη τη γειτονιά…
Ο ιατροδικαστής έκανε λόγο για τσιμπήματα από διαφορετικά είδη αράχνης…μόνο που κανείς δεν είδε ούτε μια αράχνη γύρω από το νεκρό σώμα του αγοριού…πέρα από αυτή που βγήκε από το ανοιχτό του στόμα και την οποία πρόσεξε μόνο η αδερφή του.
Τρεις μέρες μετά…
Το κλίμα ήταν βαρύ στο σπίτι… Η Άννα δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε χάσει το μικρό της γιο…
«Μάμα θα παίξεις μαζί μου;» είπε η μικρή Ελίζαμπεθ.
-Όχι σήμερα καλή μου η μαμά δεν είναι και τόσο καλά. Γιατί δεν πας να δεις τι κάνει ο παππούς σου;
-Πήγα…αλλά και εκείνος δεν ήθελε να παίξει μαζί μου. Καλά θα πάω στο δωμάτιο μου...
Ο παππούς της Ελίζαμπεθ και του Γιάννη, ο πατέρας της Άννας είχε έρθει για την κηδεία και θα έμενε μερικές μέρες ακόμα. Η μητέρα της Άννας είχε πεθάνει όταν εκείνη ήταν 18 χρονών. Τώρα ο 75 χρονών πατέρας της καθόταν στο καθιστικό και κοιτούσε με βλέμμα γεμάτο θλίψη από το παράθυρο.
-Πατέρα θα πάω μέχρι την αγορά. Μπορείς να έχεις στο νου σου την Ελίζαμπεθ.
-Έγινε καλή μου μην ανησυχείς…
Είχε περάσει μισή ώρα… Ο Παύλος ο άντρας της Άννας έλειπε στη δουλειά. Θα μπορούσε να πάρει άδεια αλλά δεν το έκανε…νόμιζε πως θα τρελαινόταν. Στο σπίτι επικρατούσε ησυχία…
Ο παππούς της Ελίζαμπεθ άκουσε βήματα στις σκάλες…
-Ελίζαμπεθ εσύ είσαι;
Καμία απάντηση.
-Ελίζαμπεθ;
Γύρισε να κοιτάξει…Τότε είδε πίσω του μια μορφή…κάτι που έμοιαζε με άνθρωπο…αλλά στο πρόσωπο δεν είχε ούτε μάτια ούτε στόμα…κρατούσε ένα μαχαίρι…το οποίο κάρφωσε με δύναμη στην κορυφή του κεφαλιού του παππού…αίμα άρχισε να τρέχει…καθώς ο παππούς της οικογένειας ξεψυχούσε…το τελευταίο πράγμα που είδε ήταν την μορφή να εξαφανίζεται…Μία ώρα μετά…
-Άννα, Ελίζαμπεθ…
Ο Παύλος μπήκε στο σπίτι… στο πρόσωπο του ζωγραφιζόταν η θλίψη για το χαμό του μικρού Γιάννη.
-Άννα…τι στο καλό που έχουν πάει όλοι…
Μπήκε στο καθιστικό…είδε τον πατέρα της Άννας να κάθεται στην πολυθρόνα που κοιτούσε στο παράθυρο και έξω στον κήπο.
-Πατέρα…
Καμία ανταπόκριση…
Πλησίασε σιγά, αρχικά νόμισε πως κοιμάται…τον ακούμπησε στον ώμο και έσκυψε μπροστά…στο θέαμα που αντίκρισε πάγωσε… ο πατέρας της Άννας ήταν νεκρός… τα μάτια του ήταν ανοιχτά…με ένα βλέμμα που φανέρωνε τρόμο… τότε πρόσεξε το αιμάτωμα στο κεφάλι…
-Θεέ μου… η Ελίζαμπεθ…
Ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες που οδηγούσαν στον δεύτερο όροφο, εκεί που ήταν τα παιδικά δωμάτια…
Μπήκε αρχικά σαν από συνήθεια στο δωμάτιο του Γιάννη… Πήγε να βάλει τα κλάματα… και στιγμιαία η σκέψη της Ελίζαμπεθ και της Άννας τον επανέφεραν στην πραγματικότητα…
Κατευθύνθηκε στο δωμάτιο της Ελίζαμπεθ που ήταν στο τέλος του διαδρόμου.
Μπήκε μέσα…
-Ελίζαμπεθ…
Η μικρή καθόταν κουλουριασμένη στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι. Άνοιξε τα μάτια της…πήγε να δείξει κάτι με το χέρι της…
Πριν προλάβει ο πατέρας της να καταλάβει τι θέλει να του πει ένιωσε κάποιον να τον σπρώχνει με φόρα…
Δεν πρόλαβε να δει ποιος ή τι… όποιος και να ήταν τον έσπρωξε προς το παράθυρο και εκεί αρπάζοντας τον από τα μαλλιά, χτύπησε το κεφάλι του με δύναμη στο τζάμι…το κεφάλι του Παύλου διαπέρασε το τζάμι και ένα χοντρό κομμάτι γυαλί έσκισε το λαιμό του…το αίμα που άρχισε να τρέχει έβαψε κόκκινα τα αρκουδάκια που ήταν τοποθετημένα κάτω από το παράθυρο.Εκείνη την ώρα η Άννα πάρκαρε το αμάξι της… Έστρεψε το βλέμμα της στο παράθυρο και έβαλε τις κραυγές.
Μπήκε μέσα στο σπίτι τρέχοντας…
-Ελίζαμπεθ…
Ανέβηκε τις σκάλες…με βήματα και κινήσεις που πρόδιδαν πανικό μπήκε στο δωμάτιο της μικρής…
Την είδε στο πάτωμα… Έτρεξε κατά πάνω της και την πήρε αγκαλιά…
-Τι συνέβη; Μην ανησυχείς…πρέπει να φύγουμε…
Η μικρή καθόταν στην αγκαλιά της μητέρας της αμίλητη… τώρα έστρεψε το βλέμμα της στην πόρτα του δωματίου…
Αυτός που είχε σκοτώσει και τον παππού της έκανε την εμφάνιση του… Η Άννα στη θέα του πάγωσε… Ότι και αν ήταν δεν είχε μάτια και στόμα στο πρόσωπο… Στο ένα του χέρι κρατούσε ένα μαχαίρι…
Η Άννα έπεσε στο πάτωμα…
-Σε παρακαλώ μην μας κάνεις κακό… τουλάχιστον όχι στην Ελίζαμπεθ, μ’ εμένα κάνε ότι θέλεις.
Και τότε το πρόσεξε… στο πάτωμα δίπλα της ήταν ανοιχτό το ημερολόγιο της Ελίζαμπεθ…
Διάβασε στα πεταχτά…
«Ο μπαμπάς μου δεν με αγαπάει. Όλο μιλάει για τον Γιάννη. Καλύτερα να μην υπήρχε. Να πέθαινε σαν τον Γιάννη.»
Η Άννα κοίταξε την Ελίζαμπεθ.
-Εσύ… Μα πως…
Πήρε το ημερολόγιο και το ξεφύλλισε μη δίνοντας πλέον καμία σημασία στον απρόσωπο δολοφόνο…
«Ο Γιάννης φοβάται τις αράχνες. Η μαμά και ο μπαμπάς του έκαναν νέο παιχνίδι δώρο. Δεν θέλω αδερφό. Θα ήθελα να τον φάνε οι αράχνες.»
«Ο παππούς μου δεν μ’ αγαπάει πια. Δεν τον αγαπάω και εγώ. Θέλω να εξαφανιστεί.»
-Θεέ μου…
Κοίταξε την Ελίζαμπεθ με ένα βλέμμα που φανέρωνε τρόμο…
Τα μάτια της Ελίζαμπεθ ήταν άδεια δίχως ίχνος συναισθήματος…
-Μικρή μου…
-Θέλω να πεθάνετε όλοι σας, όλοι…
Η Ελίζαμπεθ κοίταξε τον δολοφόνο δημιούργημα της…
Αυτός με τη σειρά του άρπαξε την Άννα από τα μαλλιά και την έσυρε στο διάδρομο. Την πέταξε από το δεύτερο όροφο πάνω στο γυάλινο τραπέζι της εισόδου αφού πρώτα της κάρφωσε το μαχαίρι στην πλάτη και αμέσως μετά εξαφανίστηκε…χάθηκε σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Η Ελίζαμπεθ βγήκε στο διάδρομο…όλα είχαν τελειώσει…
Λίγο καιρό μετά…
Η αστυνομία που είχε ειδοποιηθεί από γείτονες που είχαν ανησυχήσει δεν κατάφερε να εντοπίσει τον δολοφόνο… Ο τρόπος θανάτου παρέμενε ανεξήγητος, όπως και το αιμάτωμα στην πλάτη της Άννας και στο κεφάλι του πατέρα της… Η μικρή Ελίζαμπεθ δόθηκε σε ανάδοχη οικογένεια αφού η σωτηρία της θεωρήθηκε θαύμα…
Τώρα καθόταν στο νέο της δωμάτιο…Κρατούσε το ημερολόγιο της στα χέρια…Άρχισε να γράφει…
«Η νέα μου μαμά δεν είναι καλή…»
ΤΕΛΟΣ
Ακολουθούν στη σειρά Hosted by…
Ο ναός 2...hosted by
mahlerTattoo..hosted by
Σκύλες της ΛύσσαςΛοβοτομή...hosted by
Great AnubisΤο τσίρκο...hosted by
nayaΑκολουθούν στο
Toymaker’s Diary…Απόλυτο Σκοτάδι…post 3o…
Κατακόμβες…
Η μάχη των bloggers...
tovene592 VS
hfaistiwnasΣφαγή σε έρημο επαρχιακό δρόμο 2: Αδιέξοδο…