Όταν πριν από λίγες μέρες κοίταζα τα mail μου, ανακάλυψα έκπληκτος πως προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί μου ο πρίγκιπας Αμπού Μπραμπάτ από τo Μπουρούντι.
Η ιστορία του ήταν απλά σπαρακτική. Ο μπαμπάς του ο Βασιλιάς δεχόταν συνέχεια επιθέσεις από τους αντάρτες, οι οποίοι είχαν καταφέρει να επαναστατήσουν εναντίον του και αφού κατέλαβαν με τη βία την εξουσία, πάγωσαν όλες τις τραπεζικές του καταθέσεις. Έτσι η βασιλική οικογένεια έπασχε από έλλειψη ρευστού και μόνο εγώ μπορούσα να βοηθήσω αν έδινα τον αριθμό της πιστωτικής μου κάρτας, όπως εξηγούσε στο mail, για να μπορέσουν να απελευθερώσουν τα χρήματα.
Δε θα σας κρύψω πως συγκινήθηκα με την ιστορία του και κάπως κολακεύτηκα που διάλεξε εμένα να τον βγάλω απ' αυτή τη δύσκολή κατάσταση. Γενικά οι φτωχοί πρίγκιπες είναι το ευαίσθητο σημείο μου. Τον σκεφτόμουν να τριγυρνάει φτωχός και πεινασμένος στο παλάτι του, να κοιτάει τις πισίνες με πρασινισμένο το νερό από την εγκατάλειψη, τα γήπεδα του τένις με τα ξεσκισμένα φιλέ, τους δούλους του να τριγυρνούν ρακένδυτοι, και να κλαίει. Φανταζόμουν τη μητέρα του Βασίλισσα να ανακοινώνει στο τραπέζι «Θα πρέπει να κάνουμε οικονομία στο χαβιάρι» με το κεφάλι ψηλά, χωρίς να χάνει την αξιοπρέπεια της παρ' όλο που η κοιλίτσα της θα γουργούριζε, ενώ ο μπαμπάς Bασιλιάς με δάκρυα στα μάτια θα ξεσφηνώνε τα ρουμπίνια του στέμματος για να τα πουλήσει σε εξευτελιστικές τιμές για να τα βγάλουν πέρα.
Πώς μπορούσα να επιτρέψω να συμβεί κάτι τέτοιο;
«Δε θα σε απογοητεύσω πρίγκιπα Αμπού Μπραμπάτ» είπα φωναχτά!
Ίσως βοηθώντας τον Αμπού να γινόμουν εθνικός ήρωας στο Μπουρούντι. Ίσως αφού με γνώριζε, να ένιωθε κάτι να σκιρτά μέσα του. Ίσως ένα βράδυ που με φιλοξενούσε στο ανακαινισμένο παλάτι μετά τη δεξίωση προς τιμήν μου, να έμπαινε κρυφά στη κάμαρη μου. Θα έτριζε το κρεβάτι από το πάθος μας και θα το άκουγε η Βασίλισσα και θα σκούνταγε τον Βασιλιά και θα του έλεγε ενθουσιασμένη «Τ' ακούς τα τρελόπαιδα;» στα μπουρουντιανά.
Σύντομα διαπίστωσα όμως πως ήμουν ο μόνος που είχε τέτοιες ανησυχίες. Όσες πόρτες και να χτύπησα συνάντησα μόνο το χλευασμό και το μίσος. Πήγα σε γνωστή τράπεζα για να πάρω πιστωτική κάρτα και με απέρριψαν επειδή, λέει, δεν είχα λεφτά και τραπεζικές καταθέσεις. «Μα ο πρίγκιπας Αμπού Μπραμπάτ πεινάει!» τσίριξα στην αγενέστατη υπάλληλο η οποία ευθαρσώς μου δήλωσε πως χέστηκε. «Ηλίθια! Ο πρίγκιπας θα μπορούσε να είναι γιος σου! Δε το σκέφτεσαι αυτό;» τη ρώτησα και απομακρύνθηκα από το ταμείο κλαίγοντας.
Για καλή μου τύχη πληροφορήθηκα πως η συγκεκριμένη τράπεζα έκανε προσλήψεις εκείνη τη περίοδο και πέρασα απ' το γραφείο του Διευθυντή με την ελπίδα πως θα μου έδινε δουλειά με αντάλλαγμα μια πιστωτική. Τελικά με απέρριψε επειδή, λέει, θέλουν δύο ξένες γλώσσες και τα καλλιαρντά δε μετράνε ως δεύτερη ξένη γλώσσα. «Να στα μιλήσω λίγο να δούμε τι θα καταλάβεις να μου πεις μετά αν είναι ξένη γλώσσα ή όχι ψαμοσκελού» του είπα και φώναξε τους φρουρούς να με απομακρύνουν.
Στο δρόμο όπως περπατούσα δάκρυα έτρεχαν απ' τα μάτια μου μουσκεύοντας τα ροδαλά μου μαγουλάκια και λυγμοί ξέφευγαν απ' τα αφράτα χείλη μου κάνοντας τους περαστικούς να με κοιτάνε με συμπάθεια. «Συγγνώμη πρίγκιπα Αμπού Μπραμπάτ» ψιθύρισα, «δε κατάφερα να σε βοηθήσω». Σ' εκείνο το σημείο η οργή μου ξεχείλισε και έπιασα από τους ώμους μια γιαγιάκα που γύριζε από τη λαϊκή με το καροτσάκι της και ταρακουνώντας την ούρλιαξα «Μα δε το καταλαβαίνεις; Όταν ένας πρίγκιπας αδικείται, είμαστε όλοι πρίγκιπες!»
Η ιστορία του ήταν απλά σπαρακτική. Ο μπαμπάς του ο Βασιλιάς δεχόταν συνέχεια επιθέσεις από τους αντάρτες, οι οποίοι είχαν καταφέρει να επαναστατήσουν εναντίον του και αφού κατέλαβαν με τη βία την εξουσία, πάγωσαν όλες τις τραπεζικές του καταθέσεις. Έτσι η βασιλική οικογένεια έπασχε από έλλειψη ρευστού και μόνο εγώ μπορούσα να βοηθήσω αν έδινα τον αριθμό της πιστωτικής μου κάρτας, όπως εξηγούσε στο mail, για να μπορέσουν να απελευθερώσουν τα χρήματα.
Δε θα σας κρύψω πως συγκινήθηκα με την ιστορία του και κάπως κολακεύτηκα που διάλεξε εμένα να τον βγάλω απ' αυτή τη δύσκολή κατάσταση. Γενικά οι φτωχοί πρίγκιπες είναι το ευαίσθητο σημείο μου. Τον σκεφτόμουν να τριγυρνάει φτωχός και πεινασμένος στο παλάτι του, να κοιτάει τις πισίνες με πρασινισμένο το νερό από την εγκατάλειψη, τα γήπεδα του τένις με τα ξεσκισμένα φιλέ, τους δούλους του να τριγυρνούν ρακένδυτοι, και να κλαίει. Φανταζόμουν τη μητέρα του Βασίλισσα να ανακοινώνει στο τραπέζι «Θα πρέπει να κάνουμε οικονομία στο χαβιάρι» με το κεφάλι ψηλά, χωρίς να χάνει την αξιοπρέπεια της παρ' όλο που η κοιλίτσα της θα γουργούριζε, ενώ ο μπαμπάς Bασιλιάς με δάκρυα στα μάτια θα ξεσφηνώνε τα ρουμπίνια του στέμματος για να τα πουλήσει σε εξευτελιστικές τιμές για να τα βγάλουν πέρα.
Πώς μπορούσα να επιτρέψω να συμβεί κάτι τέτοιο;
«Δε θα σε απογοητεύσω πρίγκιπα Αμπού Μπραμπάτ» είπα φωναχτά!
Ίσως βοηθώντας τον Αμπού να γινόμουν εθνικός ήρωας στο Μπουρούντι. Ίσως αφού με γνώριζε, να ένιωθε κάτι να σκιρτά μέσα του. Ίσως ένα βράδυ που με φιλοξενούσε στο ανακαινισμένο παλάτι μετά τη δεξίωση προς τιμήν μου, να έμπαινε κρυφά στη κάμαρη μου. Θα έτριζε το κρεβάτι από το πάθος μας και θα το άκουγε η Βασίλισσα και θα σκούνταγε τον Βασιλιά και θα του έλεγε ενθουσιασμένη «Τ' ακούς τα τρελόπαιδα;» στα μπουρουντιανά.
Σύντομα διαπίστωσα όμως πως ήμουν ο μόνος που είχε τέτοιες ανησυχίες. Όσες πόρτες και να χτύπησα συνάντησα μόνο το χλευασμό και το μίσος. Πήγα σε γνωστή τράπεζα για να πάρω πιστωτική κάρτα και με απέρριψαν επειδή, λέει, δεν είχα λεφτά και τραπεζικές καταθέσεις. «Μα ο πρίγκιπας Αμπού Μπραμπάτ πεινάει!» τσίριξα στην αγενέστατη υπάλληλο η οποία ευθαρσώς μου δήλωσε πως χέστηκε. «Ηλίθια! Ο πρίγκιπας θα μπορούσε να είναι γιος σου! Δε το σκέφτεσαι αυτό;» τη ρώτησα και απομακρύνθηκα από το ταμείο κλαίγοντας.
Για καλή μου τύχη πληροφορήθηκα πως η συγκεκριμένη τράπεζα έκανε προσλήψεις εκείνη τη περίοδο και πέρασα απ' το γραφείο του Διευθυντή με την ελπίδα πως θα μου έδινε δουλειά με αντάλλαγμα μια πιστωτική. Τελικά με απέρριψε επειδή, λέει, θέλουν δύο ξένες γλώσσες και τα καλλιαρντά δε μετράνε ως δεύτερη ξένη γλώσσα. «Να στα μιλήσω λίγο να δούμε τι θα καταλάβεις να μου πεις μετά αν είναι ξένη γλώσσα ή όχι ψαμοσκελού» του είπα και φώναξε τους φρουρούς να με απομακρύνουν.
Στο δρόμο όπως περπατούσα δάκρυα έτρεχαν απ' τα μάτια μου μουσκεύοντας τα ροδαλά μου μαγουλάκια και λυγμοί ξέφευγαν απ' τα αφράτα χείλη μου κάνοντας τους περαστικούς να με κοιτάνε με συμπάθεια. «Συγγνώμη πρίγκιπα Αμπού Μπραμπάτ» ψιθύρισα, «δε κατάφερα να σε βοηθήσω». Σ' εκείνο το σημείο η οργή μου ξεχείλισε και έπιασα από τους ώμους μια γιαγιάκα που γύριζε από τη λαϊκή με το καροτσάκι της και ταρακουνώντας την ούρλιαξα «Μα δε το καταλαβαίνεις; Όταν ένας πρίγκιπας αδικείται, είμαστε όλοι πρίγκιπες!»
(Next time: Θα τα φτιάξουμε!)
revqueer@yahoo.com